- πιτσούνι
- το, θηλ. πιτσούνα, Ν1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού2. το θηλ. η πιτσούνα(ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσιβ) θηλυκό μωρό3. στον πληθ. τα πιτσούνιαείδος παιδικού παιχνιδιούτο πέταγμα πεταλίδων στην επιφάνεια τής θάλασσας ή λίμνης με τρόπο ώστε μόλις τήν αγγίζουν να αναπηδούν μία ή και περισσότερες φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccione «περιστέρι»].
Dictionary of Greek. 2013.